Σαν ένας καλός φίλος ο περιπλανώμενος νους θα μπορούσε να μας κρατήσει συντροφιά, ενώ περιμένουμε το λεωφορείο, ή βρισκόμαστε στον προθάλαμο του γιατρού. Αντ’ αυτού, μας επισκέπτεται με λιγότερο ευπρόσδεκτους τρόπους όταν προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε, ή να μελετήσουμε ή να ολοκληρώσουμε κάποιο απαιτητικό έργο.
Αυτό το χαρακτηριστικό του, να είναι δηλαδή πανταχού παρών, είναι πολύ γνωστό από την αρχαιότητα και υπήρχε η εξής περιγραφή στις Ουπανισάδες "…αυτός ο νους μου είναι εξαιρετικά αεικίνητος" και "περιπλανάται από ένα ρούχο σε μία κατσαρόλα και από εκεί σε ένα μεγάλο καλάθι. Ο νους περιπλανάται ανάμεσα στα αντικείμενα σαν μία μαϊμού που πηδάει από δέντρο σε δέντρο." (Annapurna Upanishad III-5 & Annapurna Upanishad III-6).
Οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν μία φυσική ροπή προς τον περιπλανώμενο νου. Δηλαδή έχουν την τάση να σχεδιάζουν και αναπτύσσουν σενάρια σχετικά με το παρελθόν ή το μέλλον, όπως πχ τι συνέβη στον καυγά με το σύζυγο την περασμένη εβδομάδα ή τι θα συμβεί στην επαγγελματική συνάντηση που θα γίνει τις επόμενες ημέρες.
Υπάρχουν κάποιες πρόσφατες αλλά και συνεχιζόμενες μελέτες που εξερευνούν τα εξελικτικά πλεονεκτήματα του περιπλανώμενου νου. Η δημιουργική επίλυση των προβλημάτων, ο μελλοντικός σχεδιασμός, και η ανακούφιση από την ανία είναι κάποια από τα πιθανά ευεργετήματα. Όταν όμως πρέπει να αντιμετωπίσουμε, όπως γίνεται συχνότερα, περισσότερο προκλητικά ή στρεσσογόνα θέματα, όπως ο τελευταίος διαπληκτισμός με το σύζυγο ή η επερχόμενη επαγγελματική συνάντηση, τότε εμφανίζεται μία λιγότερο φιλική πλευρά του περιπλανώμενου νου. Αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε μία ακόμα περισσότερο ολέθρια δραστηριότητα, γνωστή ως μηρυκασμός, κατά την οποία υπάρχει μία συνεχής, επίμονη ανακύκλωση, ένα αναμάσημα των σκέψεων, ξανά και ξανά και φυσικά αυτό έχει ένα τίμημα. Σε συναισθηματικό επίπεδο έχει αντίκτυπο στην ευτυχία και την ευημερία του ατόμου. Στη μελέτη του περιπλανώμενου νου εστιάζονται τώρα οι επιστημονικές έρευνες για να κατανοήσουν τις συνέπειες του και να εντοπίσουν τους μηχανισμούς που κρύβονται από κάτω. Μία έρευνα που έγινε από το πανεπιστήμιο του Harvard, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι ήταν λιγότερο ευτυχείς όταν ο νους τους περιπλανιόταν σε σχέση με όταν ήταν συγκεντρωμένος.
“Η ικανότητα να σκεφτόμαστε τι δεν θα συμβεί είναι μια γνωστική επίτευξη που έχει όμως ένα συναισθηματικό τίμημα.”
Στον εγκέφαλο ο περιπλανώμενος νους είναι κυρίως συνδεδεμένος με ένα δίκτυο αλληλοεπιδρώντων εγκεφαλικών περιοχών, που αποκαλείται δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας (DMN), αν και πρόσφατες έρευνες διαπίστωσαν ότι εμπλέκονται και άλλες περιοχές του εγκεφάλου.
Κάποιες μορφές δραστηριότητας του DMN δείχνουν ότι υπάρχει άμεση σύνδεση με τις διαταραχές της διάθεσης και τη ψυχιατρική κατάσταση.
Όσο πιο πολύ “αναμάσημα σκέψεων” υπάρχει τόσο πιο πολύ ενδυναμώνει το δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας.
Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως πλαστικότητα του εγκεφάλου και λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο που κτίζει κανείς έναν μυ. Όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε για να ασκήσουμε το μυ, περισσότερο αυτός αναπτύσσεται και ενδυναμώνει. Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύουμε στο να αφήνουμε το νου μας να περιπλανάται και να αναμασά, τόσο περισσότερο ο εγκέφαλος κυριεύεται καθώς εκτελεί αυτήν τη δραστηριότητα και εμείς γινόμαστε όλο και πιο δυστυχείς. Με την πάροδο του χρόνου, η πολύ ενεργοποίηση του DMN μέσα από το διαρκές αναμάσημα συνδέεται με παράγοντες κινδύνου που αφορούν στην κατάσταση της νοητικής υγείας, όπως η κατάθλιψη, οι εξαρτημένες συμπεριφορές, οι διαταραχές της ελλειμματικής προσοχής και οι αγχώδεις διαταραχές.
Στον αντίποδα όλων αυτών, υπάρχει μία εγκεφαλική λειτουργία πολύ διαφορετική, από εκείνη του νου που περιπλανάται και αναμασάει, η οποία συνδέεται με τις λειτουργίες των προσανατολισμένων στόχων που απαιτούν εστίαση και έλεγχο της προσοχής. Μία από αυτές τις δραστηριότητες είναι ο διαλογισμός, η χαλαρή εστίαση της προσοχής στο εδώ και τώρα και όχι στο παρελθόν ή στο μέλλον, γεγονός που περιλαμβάνει την ενεργοποίηση των δικτύων της προσοχής του μετωπιαίου λοβού.
Ο διαλογισμός είναι ένας δοκιμασμένος μηχανισμός εκπαίδευσης του νου και υπάρχουν δύο κύριες μορφές διαλογισμού. Η 1η είναι ο διαλογισμός με “κλειστή” εστίαση ή συγκέντρωση σε ένα σημείο ή στόχο (όπως η αναπνοή, μία εικόνα ή ένα μάντρα). Η άλλη μορφή αναφέρεται σαν “ανοικτή” εστίαση, ή παρακολούθηση, ο διαλογισμός με επίγνωση όπου κάποιος παρατηρεί συνειδητά τη ροή των σκέψεων ή των αισθήσεων. Το κοινό σε αυτές τις δύο μορφές είναι ότι, ο περιπλανώμενος νους, αναπόφευκτα, παρεμβαίνει διαρκώς και ο σκοπός είναι να ανακατευθύνουμε το νου προς το αντικείμενο της προσοχής μας με ένα χαλαρό, ήρεμο τρόπο.
Αυτή η εναλλαγή μεταξύ εστίασης της προσοχής και περιπλανώμενου νου είναι μία εγγύηση της διαλογιστικής άσκησης. Σε μία έρευνα, μέσω μίας νευροαπεικόνισης του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του διαλογισμού (με τη χρήση μαγνητικής τομογραφίας) παρατηρείται αυτό το μοτίβο της δραστηριότητας, αποκαλύπτοντας 4 διακριτές φάσεις με μία επαναλαμβανόμενη συχνότητα: περιπλανώμενος νους, επίγνωση του περιπλανώμενου νου, μετατόπιση της προσοχής πίσω στην επιθυμητή εστίαση και παρατεταμένη προσοχή στο σημείο εστίασης.
Παρατηρήθηκε ότι το DMN ενεργοποιήθηκε στη φάση του περιπλανώμενου νου, ενώ ο προμετωπιαίος φλοιός κατά τη φάση της εστίασης. Σε βάθος χρόνου οι διαλογιζόμενοι ήταν σε θέση να επανέλθουν γρηγορότερα στη φάση εστίασης, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν μόνιμες αλλαγές στις περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με την μακροχρόνια διαλογιστική άσκηση με στόχο και εστιασμένη προσοχή. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι αυτή η ενεργοποίηση των δικτύων προσοχής στον προμετωπιαίο φλοιό έχει ανασταλτικές επιδράσεις στο μεταιχμιακό σύστημα που ρυθμίζει τις συγκινήσεις/συναισθήματα. Αυτό είναι σημαντικό γιατί σημαίνει ότι ο νους των διαλογιζόμενων στο σύνολό του, επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα με έναν υποστηρικτικό τρόπο.
Οι έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με μεγαλύτερη ροπή στον νου που περιπλανάται και μηρυκάζει τις σκέψεις, διατρέχουν δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχών της διάθεσης αλλά και ψυχιατρικών καταστάσεων. Τμήματα του μεταιχμιακού συστήματος των ατόμων που διαλογίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, συρρικνώνονται σε σύγκριση με εκείνα των ατόμων που δεν διαλογίζονται. Υπάρχει μία χαμηλότερη συναισθηματική αντιδραστηκότητα και μία αυξημένη ευκολία στη λήψη αποφάσεων. Αυξάνεται η χαλάρωση, βελτιώνεται η εστίαση και αναδύεται μία αυξημένη απόδοση. Όσο περισσότερο διαλογίζεται κάποιος, τόσο περισσότερο διαθέτει χρόνο στο να ενεργοποιήσει τα δίκτυα της προσοχής και λιγότερο τη δραστηριότητα του DMN και είναι πιθανόν ότι, οι δομικές αλλαγές, ακολουθούν το βαθμό της δραστηριότητας σε κάθε δίκτυο.
Τελικά, τα άτομα που διαλογίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα πραγματοποιούν αυτό που γράφεται στις Ουπανισάδες: "… ο άνθρωπος που έχει μία διακριτική διάνοια ως οδηγό, και τα ηνία ενός ελεγχόμενου νου, φθάνει στο τέλος της διαδρομής – στην υπέρτατη κατάσταση του Βισνού." (Katha Upanishad 1-III-9).
Μετάφραση: Basantpal K.
Πηγή:
http://kundaliniresearchinstitute.org/newsletter/2016/January%20Newsletter.html